- ὁμογνίων
- ὁμόγνιοςof the same racemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόγνιος — ὁμόγνιος, ον (ΑΜ) ο εξ αίματος συγγενής, αδελφός ή αδελφή αρχ. 1. όμοιος, συγγενικός («διὰ τῶν μέσων καὶ οἷον ὁμογνίων εἰδῶν», Πρόκλ.) 2. (για θεό) προστάτης τού γένους, τής οικογένειας («Ζεὺς ὁμόγνιος», Ευρ.) 3. φρ. «ὁμόγνια πήματα»… … Dictionary of Greek